παραλήπτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]παραλήπτης • (paralíptis) m (plural παραλήπτες, feminine παραλήπτρια)
Declension
[edit]Declension of παραλήπτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παραλήπτης • | παραλήπτες • |
genitive | παραλήπτη • | παραληπτών • |
accusative | παραλήπτη • | παραλήπτες • |
vocative | παραλήπτη • | παραλήπτες • |
Coordinate terms
[edit]- αποστολέας m (apostoléas, “sender, consignor”)
Related terms
[edit]- see: παραλαμβάνω (paralamváno, “receive”)