συγκινητικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek συγκινητικός (sunkinētikós), from συν- (sun-, “with”) + κινέω (kinéo, “to move”) + -τικός (-tikós, “-ing, -tic”).
Pronunciation
[edit]- IPA(key): /siŋɟinitiˈkos/
- Hyphenation: συ‧γκι‧νη‧τι‧κός
- Homophone: συγκινητικώς (sygkinitikós)
Adjective
[edit]συγκινητικός • (sygkinitikós) m (feminine συγκινητική, neuter συγκινητικό)
- moving, touching (emotionally affecting)
- Αυτό το τραγούδι είναι πολύ συγκινητικό.
- Aftó to tragoúdi eínai polý sygkinitikó.
- That song is very moving.
- Το συγκινητικό θέαμα των συγγενών στην κηδεία.
- To sygkinitikó théama ton syngenón stin kideía.
- The moving sight of relatives at the funeral.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συγκινητικός (sygkinitikós) | συγκινητική (sygkinitikí) | συγκινητικό (sygkinitikó) | συγκινητικοί (sygkinitikoí) | συγκινητικές (sygkinitikés) | συγκινητικά (sygkinitiká) | |
genitive | συγκινητικού (sygkinitikoú) | συγκινητικής (sygkinitikís) | συγκινητικού (sygkinitikoú) | συγκινητικών (sygkinitikón) | συγκινητικών (sygkinitikón) | συγκινητικών (sygkinitikón) | |
accusative | συγκινητικό (sygkinitikó) | συγκινητική (sygkinitikí) | συγκινητικό (sygkinitikó) | συγκινητικούς (sygkinitikoús) | συγκινητικές (sygkinitikés) | συγκινητικά (sygkinitiká) | |
vocative | συγκινητικέ (sygkinitiké) | συγκινητική (sygkinitikí) | συγκινητικό (sygkinitikó) | συγκινητικοί (sygkinitikoí) | συγκινητικές (sygkinitikés) | συγκινητικά (sygkinitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συγκινητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συγκινητικός, etc.)
Derived terms
[edit]- συγκινητικά (sygkinitiká, “movingly, touchingly”) (adverb)
- συγκινητικώς (sygkinitikós, “movingly, touchingly”) (adverb, formal)
Related terms
[edit]- συγκινημένος (sygkiniménos, “moved, touched”)
- συγκίνηση f (sygkínisi, “emotion, excitement”)
- συγκινώ (sygkinó, “to move, to touch”)