Jump to content

συγκινητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek συγκινητικός (sunkinētikós), from συν- (sun-, with) + κινέω (kinéo, to move) + -τικός (-tikós, -ing, -tic).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

συγκινητικός (sygkinitikósm (feminine συγκινητική, neuter συγκινητικό)

  1. moving, touching (emotionally affecting)
    Αυτό το τραγούδι είναι πολύ συγκινητικό.
    Aftó to tragoúdi eínai polý sygkinitikó.
    That song is very moving.
    Το συγκινητικό θέαμα των συγγενών στην κηδεία.
    To sygkinitikó théama ton syngenón stin kideía.
    The moving sight of relatives at the funeral.

Declension

[edit]
Declension of συγκινητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συγκινητικός (sygkinitikós) συγκινητική (sygkinitikí) συγκινητικό (sygkinitikó) συγκινητικοί (sygkinitikoí) συγκινητικές (sygkinitikés) συγκινητικά (sygkinitiká)
genitive συγκινητικού (sygkinitikoú) συγκινητικής (sygkinitikís) συγκινητικού (sygkinitikoú) συγκινητικών (sygkinitikón) συγκινητικών (sygkinitikón) συγκινητικών (sygkinitikón)
accusative συγκινητικό (sygkinitikó) συγκινητική (sygkinitikí) συγκινητικό (sygkinitikó) συγκινητικούς (sygkinitikoús) συγκινητικές (sygkinitikés) συγκινητικά (sygkinitiká)
vocative συγκινητικέ (sygkinitiké) συγκινητική (sygkinitikí) συγκινητικό (sygkinitikó) συγκινητικοί (sygkinitikoí) συγκινητικές (sygkinitikés) συγκινητικά (sygkinitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συγκινητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συγκινητικός, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]