Jump to content

συγκινημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of συγκινούμαι (sygkinoúmai), passive voice of συγκινώ (I move emotionally).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /siŋ.ɟi.niˈme.nos/
  • Hyphenation: συ‧γκι‧νη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

συγκινημένος (sygkiniménosm (feminine συγκινημένη, neuter συγκινημένο)

  1. moved, touched (affected emotionally) (often implies tears or crying)
    Φάνηκε πολύ συγκινημένη στην απονομή των βραβείων.
    Fánike polý sygkiniméni stin aponomí ton vraveíon.
    She looked very moved at the [ceremony of] prize awards.

Declension

[edit]
Declension of συγκινημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συγκινημένος (sygkiniménos) συγκινημένη (sygkiniméni) συγκινημένο (sygkiniméno) συγκινημένοι (sygkiniménoi) συγκινημένες (sygkiniménes) συγκινημένα (sygkiniména)
genitive συγκινημένου (sygkiniménou) συγκινημένης (sygkiniménis) συγκινημένου (sygkiniménou) συγκινημένων (sygkiniménon) συγκινημένων (sygkiniménon) συγκινημένων (sygkiniménon)
accusative συγκινημένο (sygkiniméno) συγκινημένη (sygkiniméni) συγκινημένο (sygkiniméno) συγκινημένους (sygkiniménous) συγκινημένες (sygkiniménes) συγκινημένα (sygkiniména)
vocative συγκινημένε (sygkiniméne) συγκινημένη (sygkiniméni) συγκινημένο (sygkiniméno) συγκινημένοι (sygkiniménoi) συγκινημένες (sygkiniménes) συγκινημένα (sygkiniména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συγκινημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συγκινημένος, etc.)

[edit]