συγκινημένος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of συγκινούμαι (sygkinoúmai), passive voice of συγκινώ (“I move emotionally”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]συγκινημένος • (sygkiniménos) m (feminine συγκινημένη, neuter συγκινημένο)
- moved, touched (affected emotionally) (often implies tears or crying)
- Φάνηκε πολύ συγκινημένη στην απονομή των βραβείων.
- Fánike polý sygkiniméni stin aponomí ton vraveíon.
- She looked very moved at the [ceremony of] prize awards.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συγκινημένος (sygkiniménos) | συγκινημένη (sygkiniméni) | συγκινημένο (sygkiniméno) | συγκινημένοι (sygkiniménoi) | συγκινημένες (sygkiniménes) | συγκινημένα (sygkiniména) | |
genitive | συγκινημένου (sygkiniménou) | συγκινημένης (sygkiniménis) | συγκινημένου (sygkiniménou) | συγκινημένων (sygkiniménon) | συγκινημένων (sygkiniménon) | συγκινημένων (sygkiniménon) | |
accusative | συγκινημένο (sygkiniméno) | συγκινημένη (sygkiniméni) | συγκινημένο (sygkiniméno) | συγκινημένους (sygkiniménous) | συγκινημένες (sygkiniménes) | συγκινημένα (sygkiniména) | |
vocative | συγκινημένε (sygkiniméne) | συγκινημένη (sygkiniméni) | συγκινημένο (sygkiniméno) | συγκινημένοι (sygkiniménoi) | συγκινημένες (sygkiniménes) | συγκινημένα (sygkiniména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συγκινημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συγκινημένος, etc.)
Related terms
[edit]- συγκίνηση f (sygkínisi, “emotion”)
- συγκινητικός (sygkinitikós, “moving, touching”)