Jump to content

συγκίνηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek συγκίνησις (sunkínēsis), from συν- (sun-, with) + κινέω (kinéo, to move).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /siŋˈɟinisi/, /siˈɟinisi/
  • Hyphenation: συ‧γκί‧νη‧ση

Noun

[edit]

συγκίνηση (sygkínisif (plural συγκινήσεις)

  1. emotion, excitement, thrill, stir (emotional affection)
    Υπήρξε μεγάλη συγκίνηση στην κηδεία του.
    Ypírxe megáli sygkínisi stin kideía tou.
    There was great emotion at his funeral.
    Έχει πρόβλημα με την καρδιά και ο γιατρός του συνέστησε να αποφεύγει τις συγκινήσεις.
    Échei próvlima me tin kardiá kai o giatrós tou synéstise na apofévgei tis sygkiníseis.
    He has a problem with his heart and the doctor recommended that he avoid (too much) excitement.

Declension

[edit]
Declension of συγκίνηση
singular plural
nominative συγκίνηση (sygkínisi) συγκινήσεις (sygkiníseis)
genitive συγκίνησης (sygkínisis) συγκινήσεων (sygkiníseon)
accusative συγκίνηση (sygkínisi) συγκινήσεις (sygkiníseis)
vocative συγκίνηση (sygkínisi) συγκινήσεις (sygkiníseis)

Older or formal genitive singular: συγκινήσεως (sygkiníseos)

[edit]