συγκινητικές
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]συγκινητικές • (sygkinitikés)
- nominative feminine plural of συγκινητικός (sygkinitikós)
- accusative feminine plural of συγκινητικός (sygkinitikós)
- vocative feminine plural of συγκινητικός (sygkinitikós)