συγκινητικά
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]συγκινητικά • (sygkinitiká)
- nominative neuter plural of συγκινητικός (sygkinitikós)
- accusative neuter plural of συγκινητικός (sygkinitikós)
- vocative neuter plural of συγκινητικός (sygkinitikós)
Adverb
[edit]συγκινητικά • (sygkinitiká)
- movingly, touchingly (in an emotionally affecting manner)
- μια συγκινητικά ωραία ιστορία ― mia sygkinitiká oraía istoría ― a movingly lovely story
Synonyms
[edit]- συγκινητικώς (sygkinitikós) (formal)