Jump to content

προληπτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pɾo.li.ptiˈkos/
  • Hyphenation: προ‧λη‧πτι‧κός

Adjective

[edit]

προληπτικός (proliptikósm (feminine προληπτική, neuter προληπτικό)

  1. preventing, precautionary - sense as in προλαμβάνω (prolamváno)
  2. superstitious
    Synonym: δεισιδαίμων (deisidaímon)

Declension

[edit]
Declension of προληπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προληπτικός (proliptikós) προληπτική (proliptikí) προληπτικό (proliptikó) προληπτικοί (proliptikoí) προληπτικές (proliptikés) προληπτικά (proliptiká)
genitive προληπτικού (proliptikoú) προληπτικής (proliptikís) προληπτικού (proliptikoú) προληπτικών (proliptikón) προληπτικών (proliptikón) προληπτικών (proliptikón)
accusative προληπτικό (proliptikó) προληπτική (proliptikí) προληπτικό (proliptikó) προληπτικούς (proliptikoús) προληπτικές (proliptikés) προληπτικά (proliptiká)
vocative προληπτικέ (proliptiké) προληπτική (proliptikí) προληπτικό (proliptikó) προληπτικοί (proliptikoí) προληπτικές (proliptikés) προληπτικά (proliptiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προληπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προληπτικός, etc.)

[edit]