προληπτικός
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]προληπτικός • (proliptikós) m (feminine προληπτική, neuter προληπτικό)
- preventing, precautionary - sense as in προλαμβάνω (prolamváno)
- superstitious
- Synonym: δεισιδαίμων (deisidaímon)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | προληπτικός (proliptikós) | προληπτική (proliptikí) | προληπτικό (proliptikó) | προληπτικοί (proliptikoí) | προληπτικές (proliptikés) | προληπτικά (proliptiká) | |
genitive | προληπτικού (proliptikoú) | προληπτικής (proliptikís) | προληπτικού (proliptikoú) | προληπτικών (proliptikón) | προληπτικών (proliptikón) | προληπτικών (proliptikón) | |
accusative | προληπτικό (proliptikó) | προληπτική (proliptikí) | προληπτικό (proliptikó) | προληπτικούς (proliptikoús) | προληπτικές (proliptikés) | προληπτικά (proliptiká) | |
vocative | προληπτικέ (proliptiké) | προληπτική (proliptikí) | προληπτικό (proliptikó) | προληπτικοί (proliptikoí) | προληπτικές (proliptikés) | προληπτικά (proliptiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προληπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προληπτικός, etc.)
Related terms
[edit]- προληπτικά (proliptiká, adverb)
- πρόληψη f (prólipsi, “prevention by anticipating; superstition”)
- see: προλαμβάνω (prolamváno, “anticipate”)