Jump to content

ακατάπαυστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

ακατάπαυστος (akatápafstosm (feminine ακατάπαυστη, neuter ακατάπαυστο)

  1. unceasing, constant, continuous, ceaseless, incessant
  2. nonstop

Declension

[edit]
Declension of ακατάπαυστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακατάπαυστος (akatápafstos) ακατάπαυστη (akatápafsti) ακατάπαυστο (akatápafsto) ακατάπαυστοι (akatápafstoi) ακατάπαυστες (akatápafstes) ακατάπαυστα (akatápafsta)
genitive ακατάπαυστου (akatápafstou) ακατάπαυστης (akatápafstis) ακατάπαυστου (akatápafstou) ακατάπαυστων (akatápafston) ακατάπαυστων (akatápafston) ακατάπαυστων (akatápafston)
accusative ακατάπαυστο (akatápafsto) ακατάπαυστη (akatápafsti) ακατάπαυστο (akatápafsto) ακατάπαυστους (akatápafstous) ακατάπαυστες (akatápafstes) ακατάπαυστα (akatápafsta)
vocative ακατάπαυστε (akatápafste) ακατάπαυστη (akatápafsti) ακατάπαυστο (akatápafsto) ακατάπαυστοι (akatápafstoi) ακατάπαυστες (akatápafstes) ακατάπαυστα (akatápafsta)

Synonyms

[edit]

See also

[edit]