Jump to content

ακατάσχετος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology 1

[edit]

From Koine Greek κατέχω (katékhō).

Adjective

[edit]

ακατάσχετος (akatáschetosm (feminine ακατάσχετη, neuter ακατάσχετο)

  1. unstemmable, unstaunchable
  2. nonstop
Declension
[edit]
Declension of ακατάσχετος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακατάσχετος (akatáschetos) ακατάσχετη (akatáscheti) ακατάσχετο (akatáscheto) ακατάσχετοι (akatáschetoi) ακατάσχετες (akatáschetes) ακατάσχετα (akatáscheta)
genitive ακατάσχετου (akatáschetou) ακατάσχετης (akatáschetis) ακατάσχετου (akatáschetou) ακατάσχετων (akatáscheton) ακατάσχετων (akatáscheton) ακατάσχετων (akatáscheton)
accusative ακατάσχετο (akatáscheto) ακατάσχετη (akatáscheti) ακατάσχετο (akatáscheto) ακατάσχετους (akatáschetous) ακατάσχετες (akatáschetes) ακατάσχετα (akatáscheta)
vocative ακατάσχετε (akatáschete) ακατάσχετη (akatáscheti) ακατάσχετο (akatáscheto) ακατάσχετοι (akatáschetoi) ακατάσχετες (akatáschetes) ακατάσχετα (akatáscheta)
Synonyms
[edit]

Etymology 2

[edit]

From κατάσχω (katáscho, to confiscate).

Adjective

[edit]

ακατάσχετος (akatáschetosm (feminine ακατάσχετη, neuter ακατάσχετο)

  1. (law) not distrained
Declension
[edit]
Declension of ακατάσχετος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακατάσχετος (akatáschetos) ακατάσχετη (akatáscheti) ακατάσχετο (akatáscheto) ακατάσχετοι (akatáschetoi) ακατάσχετες (akatáschetes) ακατάσχετα (akatáscheta)
genitive ακατάσχετου (akatáschetou) ακατάσχετης (akatáschetis) ακατάσχετου (akatáschetou) ακατάσχετων (akatáscheton) ακατάσχετων (akatáscheton) ακατάσχετων (akatáscheton)
accusative ακατάσχετο (akatáscheto) ακατάσχετη (akatáscheti) ακατάσχετο (akatáscheto) ακατάσχετους (akatáschetous) ακατάσχετες (akatáschetes) ακατάσχετα (akatáscheta)
vocative ακατάσχετε (akatáschete) ακατάσχετη (akatáscheti) ακατάσχετο (akatáscheto) ακατάσχετοι (akatáschetoi) ακατάσχετες (akatáschetes) ακατάσχετα (akatáscheta)