Jump to content

ακατάπαυτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακατάπαυτος (akatápaftosm (feminine ακατάπαυτη, neuter ακατάπαυτο)

  1. Alternative form of ακατάπαυστος (akatápafstos)

Declension

[edit]
Declension of ακατάπαυτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακατάπαυτος (akatápaftos) ακατάπαυτη (akatápafti) ακατάπαυτο (akatápafto) ακατάπαυτοι (akatápaftoi) ακατάπαυτες (akatápaftes) ακατάπαυτα (akatápafta)
genitive ακατάπαυτου (akatápaftou) ακατάπαυτης (akatápaftis) ακατάπαυτου (akatápaftou) ακατάπαυτων (akatápafton) ακατάπαυτων (akatápafton) ακατάπαυτων (akatápafton)
accusative ακατάπαυτο (akatápafto) ακατάπαυτη (akatápafti) ακατάπαυτο (akatápafto) ακατάπαυτους (akatápaftous) ακατάπαυτες (akatápaftes) ακατάπαυτα (akatápafta)
vocative ακατάπαυτε (akatápafte) ακατάπαυτη (akatápafti) ακατάπαυτο (akatápafto) ακατάπαυτοι (akatápaftoi) ακατάπαυτες (akatápaftes) ακατάπαυτα (akatápafta)