ερρινότης
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ερρινότητα (errinótita), ενρινότητα (enrinótita) (standard)
Etymology
[edit]From Ancient Greek ἔρρινον (érrhinon) + -της (-tis, suffix for feminine nouns).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ερρινότης • (errinótis) f (plural ερρινότητες) (Katharevousa)
Usage notes
[edit]- In polytonic script: ἐρρινότης
Declension
[edit]Katharevousa inflection, in the manner of Ancient Greek -της feminin nouns
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ερρινότης (errinótis) | ερρινότητες (errinótites) |
genitive | ερρινότητος (errinótitos) | ερρινοτήτων (errinotíton) |
accusative | ερρινότητα (errinótita) | ερρινότητας (errinótitas) |
vocative | ερρινότης (errinótis) | ερρινότητες (errinótites) |
In polytonic script with article: ἡ ἐρρινότης, τῆς ἐρρινότητος, τήν ἐρρινότητα, (ὦ) ἐρρινότης
αἱ ἐρρινότητες, τῶν ἐρρινοτήτων, τάς ἐρρινότητας, (ὦ) ἐρρινότητες
References
[edit]- Dimitrakos, Dimitrios B. (21964) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης [Great Dictionary of the entire Greek Language] (in Greek), Athens: Hellenic Paideia 2nd edition in 15 vols. [1st edition 1930-1950 in 9 volumes] (abbreviations - of authors)