Jump to content

ερρινότης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἔρρινον (érrhinon) + -της (-tis, suffix for feminine nouns).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.riˈno.ti.s/
  • Hyphenation: ἐρ‧ρι‧νό‧της

Noun

[edit]

ερρινότης (errinótisf (plural ερρινότητες) (Katharevousa)

  1. (phonetics, phonology) nasality, the characteristic of nasal voice.

Usage notes

[edit]

Declension

[edit]

Katharevousa inflection, in the manner of Ancient Greek -της feminin nouns

singular plural
nominative ερρινότης (errinótis) ερρινότητες (errinótites)
genitive ερρινότητος (errinótitos) ερρινοτήτων (errinotíton)
accusative ερρινότητα (errinótita) ερρινότητας (errinótitas)
vocative ερρινότης (errinótis) ερρινότητες (errinótites)

In polytonic script with article: ἡ ἐρρινότης, τῆς ἐρρινότητος, τήν ἐρρινότητα, (ὦ) ἐρρινότης
αἱ ἐρρινότητες, τῶν ἐρρινοτήτων, τάς ἐρρινότητας, (ὦ) ἐρρινότητες

References

[edit]