ερρινότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ενρινότητα (enrinótita)
Etymology
[edit]From Katharevousa ἐρρινότης (errhinótēs). See έρρινος (érrinos).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ερρινότητα • (errinótita) f (plural ερρινότητες)
Declension
[edit]Declension of ερρινότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ερρινότητα • | ερρινότητες • |
genitive | ερρινότητας • | ερρινοτήτων • |
accusative | ερρινότητα • | ερρινότητες • |
vocative | ερρινότητα • | ερρινότητες • |
Synonyms
[edit]- ρινολαλία (rinolalía)
Related terms
[edit]- see: έρρινος (érrinos, “nasal”)
Noun
[edit]ερρινότητα • (errinótita) f
- Accusative singular form of ερρινότης (errinótis). (Katharevousa)
References
[edit]- εν-, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language