αναψύχωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αναψύχωση • (anapsýchosi) f (plural αναψυχώσεις)
- cheering up, reinvigoration
- Synonyms: αναζωογόνηση (anazoogónisi), εμψύχωση (empsýchosi)
Declension
[edit]Declension of αναψύχωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αναψύχωση • | αναψυχώσεις • | |
genitive | αναψύχωσης • | αναψυχώσεων • | |
accusative | αναψύχωση • | αναψυχώσεις • | |
vocative | αναψύχωση • | αναψυχώσεις • | |
Older or formal genitive singular: αναψυχώσεως • |
Related terms
[edit]- ψύχωση f (psýchosi, “psychosis”)
- and see: αναψυχώνω (anapsychóno, “reinvigorate, reanimate”)