From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /a.na.psiˈxo.no/
Hyphenation: α‧να‧ψυ‧χώ‧νω
αναψυχώνω • (anapsychóno ) (past αναψύχωσα , passive αναψυχώνομαι , p‑past αναψυχώθηκα )
to give courage again, cheer up
Synonyms: εμψυχώνω ( empsychóno ) , χαροποιώ ( charopoió )
αναψυχώνω αναψυχώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αναψυχώνω
αναψυχώσω
αναψυχώνομαι
αναψυχωθώ
2 sg
αναψυχώνεις
αναψυχώσεις
αναψυχώνεσαι
αναψυχωθείς
3 sg
αναψυχώνει
αναψυχώσει
αναψυχώνεται
αναψυχωθεί
1 pl
αναψυχώνουμε , [‑ομε ]
αναψυχώσουμε , [‑ομε ]
αναψυχωνόμαστε
αναψυχωθούμε
2 pl
αναψυχώνετε
αναψυχώσετε
αναψυχώνεστε , αναψυχωνόσαστε
αναψυχωθείτε
3 pl
αναψυχώνουν (ε )
αναψυχώσουν (ε )
αναψυχώνονται
αναψυχωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αναψύχωνα
αναψύχωσα
αναψυχωνόμουν (α )
αναψυχώθηκα
2 sg
αναψύχωνες
αναψύχωσες
αναψυχωνόσουν (α )
αναψυχώθηκες
3 sg
αναψύχωνε
αναψύχωσε
αναψυχωνόταν (ε )
αναψυχώθηκε
1 pl
αναψυχώναμε
αναψυχώσαμε
αναψυχωνόμασταν , (‑όμαστε )
αναψυχωθήκαμε
2 pl
αναψυχώνατε
αναψυχώσατε
αναψυχωνόσασταν , (‑όσαστε )
αναψυχωθήκατε
3 pl
αναψύχωναν , αναψυχώναν (ε )
αναψύχωσαν , αναψυχώσαν (ε )
αναψυχώνονταν , (αναψυχωνόντουσαν )
αναψυχώθηκαν , αναψυχωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αναψυχώνω ➤
θα αναψυχώσω ➤
θα αναψυχώνομαι ➤
θα αναψυχωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αναψυχώνεις , …
θα αναψυχώσεις , …
θα αναψυχώνεσαι , …
θα αναψυχωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αναψυχώσει
έχω, έχεις, … αναψυχωθεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αναψυχώσει
είχα, είχες, … αναψυχωθεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αναψυχώσει
θα έχω, θα έχεις, … αναψυχωθεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αναψύχωνε
αναψύχωσε
—
αναψυχώσου
2 pl
αναψυχώνετε
αναψυχώστε
αναψυχώνεστε
αναψυχωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αναψυχώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αναψυχώσει ➤
—
Nonfinite form➤
αναψυχώσει
αναψυχωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
αναψυχή f ( anapsychí , “ entertainment, recreartion ” )
and see: ψυχή f ( psychí , “ soul ” )
αναψύχω ( anapsýcho , “ to cool again; refresh ” ) , of verb ψύχω ( psýcho , “ make cold ” )
Mediaeval: ἀναψυχῶ ( anapsukhô , “ reanimate ” ) ( conjugation -όω )