Jump to content

μυρωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of μυρώνομαι (myrónomai), passive voice of μυρώνω (myróno).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /mi.roˈme.nos/
  • Hyphenation: μυ‧ρω‧μέ‧νος

Participle

[edit]

μυρωμένος (myroménosm (feminine μυρωμένη, neuter μυρωμένο)

  1. fragrant, anointed

Declension

[edit]
Declension of μυρωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μυρωμένος (myroménos) μυρωμένη (myroméni) μυρωμένο (myroméno) μυρωμένοι (myroménoi) μυρωμένες (myroménes) μυρωμένα (myroména)
genitive μυρωμένου (myroménou) μυρωμένης (myroménis) μυρωμένου (myroménou) μυρωμένων (myroménon) μυρωμένων (myroménon) μυρωμένων (myroménon)
accusative μυρωμένο (myroméno) μυρωμένη (myroméni) μυρωμένο (myroméno) μυρωμένους (myroménous) μυρωμένες (myroménes) μυρωμένα (myroména)
vocative μυρωμένε (myroméne) μυρωμένη (myroméni) μυρωμένο (myroméno) μυρωμένοι (myroménoi) μυρωμένες (myroménes) μυρωμένα (myroména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μυρωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μυρωμένος, etc.)

Antonyms

[edit]

αμύρωτος (amýrotos)

[edit]