καθοριστικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek καθοριστικός (kathoristikós, “definitive”).[1] By surface analysis, καθορίζω (kathorízo) + -ικός (-ikós).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]καθοριστικός • (kathoristikós) m (feminine καθοριστική, neuter καθοριστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | καθοριστικός (kathoristikós) | καθοριστική (kathoristikí) | καθοριστικό (kathoristikó) | καθοριστικοί (kathoristikoí) | καθοριστικές (kathoristikés) | καθοριστικά (kathoristiká) | |
genitive | καθοριστικού (kathoristikoú) | καθοριστικής (kathoristikís) | καθοριστικού (kathoristikoú) | καθοριστικών (kathoristikón) | καθοριστικών (kathoristikón) | καθοριστικών (kathoristikón) | |
accusative | καθοριστικό (kathoristikó) | καθοριστική (kathoristikí) | καθοριστικό (kathoristikó) | καθοριστικούς (kathoristikoús) | καθοριστικές (kathoristikés) | καθοριστικά (kathoristiká) | |
vocative | καθοριστικέ (kathoristiké) | καθοριστική (kathoristikí) | καθοριστικό (kathoristikó) | καθοριστικοί (kathoristikoí) | καθοριστικές (kathoristikés) | καθοριστικά (kathoristiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καθοριστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καθοριστικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καθοριστικότερος", etc)
|
Derived terms
[edit]- καθοριστικά (kathoristiká)
Related terms
[edit]- see: καθορίζω (kathorízo)
References
[edit]- ^ καθοριστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language