Jump to content

καθοριστικά

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ka.θo.ɾi.stiˈka/
  • Hyphenation: κα‧θο‧ρι‧στι‧κά

Adjective

[edit]

καθοριστικά (kathoristiká)

  1. nominative/accusative/vocative neuter plural of καθοριστικός (kathoristikós)

Adverb

[edit]

καθοριστικά (kathoristiká) (comparative καθοριστικότερα, absolute superlative καθοριστικότατα)

  1. definitively