καθορίστηκα
Appearance
See also: καθοριστικά
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]καθορίστηκα • (kathorístika)
- first-person singular simple past of καθορίζομαι (kathorízomai), the passive of καθορίζω (kathorízo)
καθορίστηκα • (kathorístika)