Jump to content

ακατόρθωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακατόρθωτος (akatórthotosm (feminine ακατόρθωτη, neuter ακατόρθωτο)

  1. impossible, unattainable, unachievable, not feasible, unfeasible
    ακατόρθωτος άθλοςakatórthotos áthlosan impossible feat
  2. unaccomplished
  3. (as a noun) the impossible
    Γιατροί κατάφεραν το ακατόρθωτο.Giatroí katáferan to akatórthoto.Doctors managed the impossible.

Declension

[edit]
Declension of ακατόρθωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακατόρθωτος (akatórthotos) ακατόρθωτη (akatórthoti) ακατόρθωτο (akatórthoto) ακατόρθωτοι (akatórthotoi) ακατόρθωτες (akatórthotes) ακατόρθωτα (akatórthota)
genitive ακατόρθωτου (akatórthotou) ακατόρθωτης (akatórthotis) ακατόρθωτου (akatórthotou) ακατόρθωτων (akatórthoton) ακατόρθωτων (akatórthoton) ακατόρθωτων (akatórthoton)
accusative ακατόρθωτο (akatórthoto) ακατόρθωτη (akatórthoti) ακατόρθωτο (akatórthoto) ακατόρθωτους (akatórthotous) ακατόρθωτες (akatórthotes) ακατόρθωτα (akatórthota)
vocative ακατόρθωτε (akatórthote) ακατόρθωτη (akatórthoti) ακατόρθωτο (akatórthoto) ακατόρθωτοι (akatórthotoi) ακατόρθωτες (akatórthotes) ακατόρθωτα (akatórthota)

Synonyms

[edit]