Jump to content

Βόρειος Στέφανος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Proper noun

[edit]

Βόρειος Στέφανος (Vóreios Stéfanosm

  1. (astronomy) Corona Borealis

Declension

[edit]
Declension of Βόρειος Στέφανος
singular
nominative Βόρειος Στέφανος (Vóreios Stéfanos)
genitive Βορείου Στεφάνου (Voreíou Stefánou)
accusative Βόρειο Στέφανο (Vóreio Stéfano)
vocative Βόρειε Στέφανε (Vóreie Stéfane)

Further reading

[edit]