ανοικτίρμων
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀνοικτίρμων
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ανοικτίρμονας (anoiktírmonas) (with modern ending)
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ανοικτίρμων • (anoiktírmon) m (feminine ανοικτίρμων, neuter ανοικτίρμον)
Declension
[edit]Declension of ανοικτίρμων
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανοικτίρμων • | ανοικτίρμων • | ανοικτίρμον • | ανοικτίρμονες • | ανοικτίρμονες • | ανοικτίρμονα • |
genitive | ανοικτίρμονος • | ανοικτίρμονος • | ανοικτίρμονος • | ανοικτιρμόνων • | ανοικτιρμόνων • | ανοικτιρμόνων • |
accusative | ανοικτίρμονα • | ανοικτίρμονα • | ανοικτίρμον • | ανοικτίρμονες • | ανοικτίρμονες • | ανοικτίρμονα • |
vocative | ανοικτίρμων • / ανοικτίρμονα • | ανοικτίρμων • | ανοικτίρμον • | ανοικτίρμονες • | ανοικτίρμονες • | ανοικτίρμονα • |
Antonyms
[edit]- οικτίρμων (oiktírmon)
Related terms
[edit]- οικτιρμός n (oiktirmós, “pitty”)
- and see: οικτίρω (oiktíro)