ανηλεής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ανηλεός (anileós)
Adjective
[edit]ανηλεής • (anileḯs) m (feminine ανηλεής, neuter ανηλεές)
Declension
[edit]Declension of ανηλεής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανηλεής • | ανηλεής • | ανηλεές • | ανηλεείς • | ανηλεείς • | ανηλεή • |
genitive | ανηλεούς • / ανηλεή • | ανηλεούς • | ανηλεούς • | ανηλεών • | ανηλεών • | ανηλεών • |
accusative | ανηλεή • | ανηλεή • | ανηλεές • | ανηλεείς • | ανηλεείς • | ανηλεή • |
vocative | ανηλεή • / ανηλεής • | ανηλεής • | ανηλεές • | ανηλεείς • | ανηλεείς • | ανηλεή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανηλεής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανηλεής, etc.) |
Related terms
[edit]- ανηλεώς (anileós, “mercilessly”)