Jump to content

αλύπητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλύπητος (alýpitosm (feminine αλύπητη, neuter αλύπητο)

  1. merciless, pitiless
    Synonym: ανηλεής (anileḯs)

Declension

[edit]
Declension of αλύπητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλύπητος (alýpitos) αλύπητη (alýpiti) αλύπητο (alýpito) αλύπητοι (alýpitoi) αλύπητες (alýpites) αλύπητα (alýpita)
genitive αλύπητου (alýpitou) αλύπητης (alýpitis) αλύπητου (alýpitou) αλύπητων (alýpiton) αλύπητων (alýpiton) αλύπητων (alýpiton)
accusative αλύπητο (alýpito) αλύπητη (alýpiti) αλύπητο (alýpito) αλύπητους (alýpitous) αλύπητες (alýpites) αλύπητα (alýpita)
vocative αλύπητε (alýpite) αλύπητη (alýpiti) αλύπητο (alýpito) αλύπητοι (alýpitoi) αλύπητες (alýpites) αλύπητα (alýpita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλύπητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλύπητος, etc.)

[edit]