ανηλεός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανηλεός • (anileós) m (feminine ανηλεή, neuter ανηλεό)
- Alternative form of ανηλεής (anileḯs)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανηλεός (anileós) | ανηλεή (anileḯ) | ανηλεό (anileó) | ανηλεοί (anileoí) | ανηλεές (anileés) | ανηλεά (anileá) | |
genitive | ανηλεού (anileoú) | ανηλεής (anileḯs) | ανηλεού (anileoú) | ανηλεών (anileón) | ανηλεών (anileón) | ανηλεών (anileón) | |
accusative | ανηλεό (anileó) | ανηλεή (anileḯ) | ανηλεό (anileó) | ανηλεούς (anileoús) | ανηλεές (anileés) | ανηλεά (anileá) | |
vocative | ανηλεέ (anileé) | ανηλεή (anileḯ) | ανηλεό (anileó) | ανηλεοί (anileoí) | ανηλεές (anileés) | ανηλεά (anileá) |