Jump to content

ανελέητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Ultimately from Ancient Greek ἐλεέω (eleéō, to pity)

Adjective

[edit]

ανελέητος (aneléitosm (feminine ανελέητη, neuter ανελέητο)

  1. merciless, pitiless, cruel

Declension

[edit]
Declension of ανελέητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανελέητος (aneléitos) ανελέητη (aneléiti) ανελέητο (aneléito) ανελέητοι (aneléitoi) ανελέητες (aneléites) ανελέητα (aneléita)
genitive ανελέητου (aneléitou) ανελέητης (aneléitis) ανελέητου (aneléitou) ανελέητων (aneléiton) ανελέητων (aneléiton) ανελέητων (aneléiton)
accusative ανελέητο (aneléito) ανελέητη (aneléiti) ανελέητο (aneléito) ανελέητους (aneléitous) ανελέητες (aneléites) ανελέητα (aneléita)
vocative ανελέητε (aneléite) ανελέητη (aneléiti) ανελέητο (aneléito) ανελέητοι (aneléitoi) ανελέητες (aneléites) ανελέητα (aneléita)
[edit]