Jump to content

αποβατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποβατικός (apovatikósm (feminine αποβατική, neuter αποβατικό)

  1. landing
  2. amphibious
    Synonym: αμφίβιος (amfívios)

Declension

[edit]
Declension of αποβατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποβατικός (apovatikós) αποβατική (apovatikí) αποβατικό (apovatikó) αποβατικοί (apovatikoí) αποβατικές (apovatikés) αποβατικά (apovatiká)
genitive αποβατικού (apovatikoú) αποβατικής (apovatikís) αποβατικού (apovatikoú) αποβατικών (apovatikón) αποβατικών (apovatikón) αποβατικών (apovatikón)
accusative αποβατικό (apovatikó) αποβατική (apovatikí) αποβατικό (apovatikó) αποβατικούς (apovatikoús) αποβατικές (apovatikés) αποβατικά (apovatiká)
vocative αποβατικέ (apovatiké) αποβατική (apovatikí) αποβατικό (apovatikó) αποβατικοί (apovatikoí) αποβατικές (apovatikés) αποβατικά (apovatiká)
[edit]

Further reading

[edit]