Jump to content

περιφερειακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From περιφέρει(α) (periférei(a), region, territory; periphery) +‎ -ακός (-akós) from Ancient Greek περιφέρω (periphérō, to carry round; revolve; wander), περι- (peri-, around, surrounding) +‎ φέρω (féro, to carry, bear). Semantic loan from French périphérique.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pe.ɾi.fe.ɾi.aˈkos/
  • Hyphenation: πε‧ρι‧φε‧ρει‧α‧κός

Adjective

[edit]

περιφερειακός (perifereiakósm (feminine περιφερειακή, neuter περιφερειακό)

  1. regional
    περιφερειακό συμβούλιοperifereiakó symvoúlioregional council
    περιφερειακή ανάπτυξηperifereiakí anáptyxiregional development
    Η Περιφερειακή Ενότητα ΧίουI Perifereiakí Enótita ChíouThe Regional Unit of Chios
  2. circumferential
  3. peripheral
  4. (neuroanatomy, medicine) pertaining to the peripheral nervous system
    Το Περιφερειακό Νευρικό ΣύστημαTo Perifereiakó Nevrikó SýstimaThe Peripheral Nervous System

Declension

[edit]
Declension of περιφερειακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative περιφερειακός (perifereiakós) περιφερειακή (perifereiakí) περιφερειακό (perifereiakó) περιφερειακοί (perifereiakoí) περιφερειακές (perifereiakés) περιφερειακά (perifereiaká)
genitive περιφερειακού (perifereiakoú) περιφερειακής (perifereiakís) περιφερειακού (perifereiakoú) περιφερειακών (perifereiakón) περιφερειακών (perifereiakón) περιφερειακών (perifereiakón)
accusative περιφερειακό (perifereiakó) περιφερειακή (perifereiakí) περιφερειακό (perifereiakó) περιφερειακούς (perifereiakoús) περιφερειακές (perifereiakés) περιφερειακά (perifereiaká)
vocative περιφερειακέ (perifereiaké) περιφερειακή (perifereiakí) περιφερειακό (perifereiakó) περιφερειακοί (perifereiakoí) περιφερειακές (perifereiakés) περιφερειακά (perifereiaká)

Derived terms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]