περιφερειακοί
Appearance
See also: περιφερειακή
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]περιφερειακοί • (perifereiakoí)
- nominative/vocative masculine plural of περιφερειακός (perifereiakós, “regional, peripheral”)
περιφερειακοί • (perifereiakoí)