μπουάπης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Borrowed from Egyptian Arabic بواب (bawwāb).
Noun
[edit]μπουάπης • (bouápis) m (plural μπουάπηδες)
- (Egyptiot) doorman, gatekeeper
- Synonym: θυρωρός m (thyrorós) (Standard Modern Greek)
Declension
[edit]Declension of μπουάπης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπουάπης • | μπουάπηδες • |
genitive | μπουάπη • | μπουάπηδων • |
accusative | μπουάπη • | μπουάπηδες • |
vocative | μπουάπη • | μπουάπηδες • |
Related terms
[edit]- μπουάπα f (bouápa) (Egyptiot Greek)
References
[edit]- Δελβερούδη, Ρέα (Delveroúdi, Réa) (2019 October 22) Αιγυπτιώτικα: ένα γλωσσικό ιδίωμα υπό εξαφάνιση (;) (Language, society and ethnography)[1] (in Greek), University of the Aegean