συστήνω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek συστήσω (sustḗsō), the subjunctive of the infinitive of συνιστῶ (sunistô). See συνιστώ (synistó) for more.
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]συστήνω • (systíno) (past σύστησα, passive συστήνομαι, p‑past συστήθηκα, ppp συστημένος)
- to introduce, present
- συσταίνω (systaíno)
- to recommend, introduce recommendations
- Synonym: συνιστώ (synistó) ("suggest, recommend")
Conjugation
[edit]συστήνω συστήνομαι (sense: introduce, recommend)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συστήνω (συσταίνω →) | συστήσω | συστήνομαι | συστηθώ |
2 sg | συστήνεις | συστήσεις | συστήνεσαι | συστηθείς |
3 sg | συστήνει | συστήσει | συστήνεται | συστηθεί |
1 pl | συστήνουμε, [‑ομε] | συστήσουμε, [‑ομε] | συστηνόμαστε | συστηθούμε |
2 pl | συστήνετε | συστήσετε | συστήνεστε, συστηνόσαστε | συστηθείτε |
3 pl | συστήνουν(ε) | συστήσουν(ε) | συστήνονται | συστηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | σύστηνα | σύστησα | συστηνόμουν(α) | συστήθηκα |
2 sg | σύστηνες | σύστησες | συστηνόσουν(α) | συστήθηκες |
3 sg | σύστηνε | σύστησε | συστηνόταν(ε) | συστήθηκε |
1 pl | συστήναμε | συστήσαμε | συστηνόμασταν, (‑όμαστε) | συστηθήκαμε |
2 pl | συστήνατε | συστήσατε | συστηνόσασταν, (‑όσαστε) | συστηθήκατε |
3 pl | σύστηναν, συστήναν(ε) | σύστησαν, συστήσαν(ε) | συστήνονταν, (συστηνόντουσαν) | συστήθηκαν, συστηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συστήνω ➤ | θα συστήσω ➤ | θα συστήνομαι ➤ | θα συστηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συστήνεις, … | θα συστήσεις, … | θα συστήνεσαι, … | θα συστηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συστήσει έχω, έχεις, … συστημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συστηθεί είμαι, είσαι, … συστημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συστήσει είχα, είχες, … συστημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συστηθεί ήμουν, ήσουν, … συστημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συστήσει θα έχω, θα έχεις, … συστημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συστηθεί θα είμαι, θα είσαι, … συστημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | σύστηνε | σύστησε | — | συστήσου |
2 pl | συστήνετε | συστήστε | συστήνεστε | συστηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συστήνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συστήσει ➤ | συστημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συστήσει | συστηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Alternative forms
[edit]- συσταίνω (systaíno) (colloquial)
Related terms
[edit]- αυτοσυστήνομαι (aftosystínomai)
- κακοσυστήνω (kakosystíno) / κακοσυσταίνω (kakosystaíno)
- καλοσυστήνω (kalosystíno) / καλοσυσταίνω (kalosystaíno)
- σύσταση f (sýstasi, “recommendation; introduction”)
- συστημένος (systiménos, participle)
Verb
[edit]συστήνω • (systíno) (past σύστησα, passive συστήνομαι, p‑past συστήθηκα/συστάθηκα, ppp συστημένος)
Conjugation
[edit]συστήνω συστήνομαι (sense: establish)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συστήνω | συστήσω | συστήνομαι | συστηθώ, συσταθώ |
2 sg | συστήνεις | συστήσεις | συστήνεσαι | συστηθείς, συσταθείς |
3 sg | συστήνει | συστήσει | συστήνεται | συστηθεί, συσταθεί |
1 pl | συστήνουμε, [‑ομε] | συστήσουμε, [‑ομε] | συστηνόμαστε | συστηθούμε, συσταθούμε |
2 pl | συστήνετε | συστήσετε | συστήνεστε, συστηνόσαστε | συστηθείτε, συσταθείτε |
3 pl | συστήνουν(ε) | συστήσουν(ε) | συστήνονται | συστηθούν(ε), συσταθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | σύστηνα | σύστησα | συστηνόμουν(α) | συστήθηκα, συστάθηκα |
2 sg | σύστηνες | σύστησες | συστηνόσουν(α) | συστήθηκες, συστάθηκες |
3 sg | σύστηνε | σύστησε | συστηνόταν(ε) | συστήθηκε, συστάθηκε |
1 pl | συστήναμε | συστήσαμε | συστηνόμασταν, (‑όμαστε) | συστηθήκαμε, συσταθήκαμε |
2 pl | συστήνατε | συστήσατε | συστηνόσασταν, (‑όσαστε) | συστηθήκατε, συσταθήκατε |
3 pl | σύστηναν, συστήναν(ε) | σύστησαν, συστήσαν(ε) | συστήνονταν, (συστηνόντουσαν) | συστήθηκαν, συστηθήκαν(ε), συστάθηκαν, συσταθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συστήνω ➤ | θα συστήσω ➤ | θα συστήνομαι ➤ | θα συστηθώ / συσταθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συστήνεις, … | θα συστήσεις, … | θα συστήνεσαι, … | θα συστηθείς / συσταθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συστήσει έχω, έχεις, … συστημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συστηθεί / συσταθεί είμαι, είσαι, … συστημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συστήσει είχα, είχες, … συστημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συστηθεί / συσταθεί ήμουν, ήσουν, … συστημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συστήσει θα έχω, θα έχεις, … συστημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συστηθεί / συσταθεί θα είμαι, θα είσαι, … συστημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | σύστηνε | σύστησε | — | συστήσου |
2 pl | συστήνετε | συστήστε | συστήνεστε | συστηθείτε, συσταθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συστήνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συστήσει ➤ | συστημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συστήσει | συστηθεί, συσταθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- ανασύσταση f (anasýstasi, “re-establishment”)
- ανασυστήνω (anasystíno, “re-establish”)
- αρτισύστατος (artisýstatos, “just established”)
- ασύστατος (asýstatos, “unformed, unestablished, groundless”)
- νεοσύστατος (neosýstatos, “newly established”)
- σύσταση f (sýstasi, “formation”)
- συστημένος (systiménos, participle)
- and see: στήνω (stíno)
See also
[edit]- συνίσταμαι (synístamai)
Further reading
[edit]- συστήνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language