Jump to content

αρτισύστατος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek ἀρτισύστατος (artisústatos), from ἄρτι (árti, now) + συνίστημι (synístimi, put together)

Adjective

[edit]

αρτισύστατος (artisýstatosm (feminine αρτισύστατη, neuter αρτισύστατο)

  1. newly established, recently created

Declension

[edit]
Declension of αρτισύστατος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρτισύστατος (artisýstatos) αρτισύστατη (artisýstati) αρτισύστατο (artisýstato) αρτισύστατοι (artisýstatoi) αρτισύστατες (artisýstates) αρτισύστατα (artisýstata)
genitive αρτισύστατου (artisýstatou) αρτισύστατης (artisýstatis) αρτισύστατου (artisýstatou) αρτισύστατων (artisýstaton) αρτισύστατων (artisýstaton) αρτισύστατων (artisýstaton)
accusative αρτισύστατο (artisýstato) αρτισύστατη (artisýstati) αρτισύστατο (artisýstato) αρτισύστατους (artisýstatous) αρτισύστατες (artisýstates) αρτισύστατα (artisýstata)
vocative αρτισύστατε (artisýstate) αρτισύστατη (artisýstati) αρτισύστατο (artisýstato) αρτισύστατοι (artisýstatoi) αρτισύστατες (artisýstates) αρτισύστατα (artisýstata)

Further reading

[edit]