πριονίδι
Jump to navigation
Jump to search
πριον- (prion-, “saw”) + -ίδι (-ídi).
πριονίδι • (prionídi) n
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πριονίδι • | πριονίδια • |
genitive | πριονιδιού • | πριονιδιών • |
accusative | πριονίδι • | πριονίδια • |
vocative | πριονίδι • | πριονίδια • |