Jump to content

απόρριγμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απόρριγμα (apórrigman (plural απορρίγματα)

  1. abortus, product of an abortion, dead foetus (UK), fetus (US)
    Synonym: έκτρωμα (éktroma)

Declension

[edit]
Declension of απόρριγμα
singular plural
nominative απόρριγμα (apórrigma) απορρίγματα (aporrígmata)
genitive απορρίγματος (aporrígmatos) απορριγμάτων (aporrigmáton)
accusative απόρριγμα (apórrigma) απορρίγματα (aporrígmata)
vocative απόρριγμα (apórrigma) απορρίγματα (aporrígmata)