απόρριγμα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]απόρριγμα • (apórrigma) n (plural απορρίγματα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόρριγμα (apórrigma) | απορρίγματα (aporrígmata) |
genitive | απορρίγματος (aporrígmatos) | απορριγμάτων (aporrigmáton) |
accusative | απόρριγμα (apórrigma) | απορρίγματα (aporrígmata) |
vocative | απόρριγμα (apórrigma) | απορρίγματα (aporrígmata) |