Jump to content

ιππικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἱππικός (hippikós).[1] By surface analysis, ίππ(ος) (ípp(os)) +‎ -ικός (-ikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.piˈkos/
  • Hyphenation: ιπ‧πι‧κός

Adjective

[edit]

ιππικός (ippikósm (feminine ιππική, neuter ιππικό)

  1. horse (attributive), equestrian
    ιππικά αθλήματαippiká athlímataequestrian sports
  2. cavalry (attributive)

Declension

[edit]
Declension of ιππικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιππικός (ippikós) ιππική (ippikí) ιππικό (ippikó) ιππικοί (ippikoí) ιππικές (ippikés) ιππικά (ippiká)
genitive ιππικού (ippikoú) ιππικής (ippikís) ιππικού (ippikoú) ιππικών (ippikón) ιππικών (ippikón) ιππικών (ippikón)
accusative ιππικό (ippikó) ιππική (ippikí) ιππικό (ippikó) ιππικούς (ippikoús) ιππικές (ippikés) ιππικά (ippiká)
vocative ιππικέ (ippiké) ιππική (ippikí) ιππικό (ippikó) ιππικοί (ippikoí) ιππικές (ippikés) ιππικά (ippiká)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ιππικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language