Jump to content

σεληνάκατος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From σελήνη (selíni, moon) +‎ άκατος (ákatos, launch).

Noun

[edit]

σεληνάκατος (selinákatosf (plural σεληνάκατοι)

  1. (astronautics) lunar module

Declension

[edit]
Declension of σεληνάκατος
singular plural
nominative σεληνάκατος (selinákatos) σεληνάκατοι (selinákatoi)
genitive σεληνακάτου (selinakátou) σεληνακάτων (selinakáton)
accusative σεληνάκατο (selinákato) σεληνακάτους (selinakátous)
vocative σεληνάκατε (selinákate) σεληνάκατοι (selinákatoi)