Jump to content

έφεδρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἔφεδρος (éphedros).

Adjective

[edit]

έφεδρος (éfedrosm (feminine έφεδρη, neuter έφεδρο)

  1. (military) reserve

Declension

[edit]
Declension of έφεδρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative έφεδρος (éfedros) έφεδρη (éfedri) έφεδρο (éfedro) έφεδροι (éfedroi) έφεδρες (éfedres) έφεδρα (éfedra)
genitive έφεδρου (éfedrou) έφεδρης (éfedris) έφεδρου (éfedrou) έφεδρων (éfedron) έφεδρων (éfedron) έφεδρων (éfedron)
accusative έφεδρο (éfedro) έφεδρη (éfedri) έφεδρο (éfedro) έφεδρους (éfedrous) έφεδρες (éfedres) έφεδρα (éfedra)
vocative έφεδρε (éfedre) έφεδρη (éfedri) έφεδρο (éfedro) έφεδροι (éfedroi) έφεδρες (éfedres) έφεδρα (éfedra)
[edit]