εκφωνητής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From εκφωνώ (ekfonó) + -τής (-tís).
Noun
[edit]εκφωνητής • (ekfonitís) m (plural εκφωνητές, feminine εκφωνήτρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκφωνητής (ekfonitís) | εκφωνητές (ekfonités) |
genitive | εκφωνητή (ekfonití) | εκφωνητών (ekfonitón) |
accusative | εκφωνητή (ekfonití) | εκφωνητές (ekfonités) |
vocative | εκφωνητή (ekfonití) | εκφωνητές (ekfonités) |
Further reading
[edit]- εκφωνητής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language