αρχέγονος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek ἀρχέγονος (arkhégonos)

Adjective

[edit]

αρχέγονος (archégonosm (feminine αρχέγονη, neuter αρχέγονο)

  1. primitive
  2. primaeval (UK), primeval (US)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχέγονος (archégonos) αρχέγονη (archégoni) αρχέγονο (archégono) αρχέγονοι (archégonoi) αρχέγονες (archégones) αρχέγονα (archégona)
genitive αρχέγονου (archégonou) αρχέγονης (archégonis) αρχέγονου (archégonou) αρχέγονων (archégonon) αρχέγονων (archégonon) αρχέγονων (archégonon)
accusative αρχέγονο (archégono) αρχέγονη (archégoni) αρχέγονο (archégono) αρχέγονους (archégonous) αρχέγονες (archégones) αρχέγονα (archégona)
vocative αρχέγονε (archégone) αρχέγονη (archégoni) αρχέγονο (archégono) αρχέγονοι (archégonoi) αρχέγονες (archégones) αρχέγονα (archégona)

Further reading

[edit]