δημοσιονομικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from δημοσιονομ(ία) (dimosionom(ía)) + -ικός (-ikós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]δημοσιονομικός • (dimosionomikós) m (feminine δημοσιονομική, neuter δημοσιονομικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | δημοσιονομικός (dimosionomikós) | δημοσιονομική (dimosionomikí) | δημοσιονομικό (dimosionomikó) | δημοσιονομικοί (dimosionomikoí) | δημοσιονομικές (dimosionomikés) | δημοσιονομικά (dimosionomiká) | |
genitive | δημοσιονομικού (dimosionomikoú) | δημοσιονομικής (dimosionomikís) | δημοσιονομικού (dimosionomikoú) | δημοσιονομικών (dimosionomikón) | δημοσιονομικών (dimosionomikón) | δημοσιονομικών (dimosionomikón) | |
accusative | δημοσιονομικό (dimosionomikó) | δημοσιονομική (dimosionomikí) | δημοσιονομικό (dimosionomikó) | δημοσιονομικούς (dimosionomikoús) | δημοσιονομικές (dimosionomikés) | δημοσιονομικά (dimosionomiká) | |
vocative | δημοσιονομικέ (dimosionomiké) | δημοσιονομική (dimosionomikí) | δημοσιονομικό (dimosionomikó) | δημοσιονομικοί (dimosionomikoí) | δημοσιονομικές (dimosionomikés) | δημοσιονομικά (dimosionomiká) |
Derived terms
[edit]- δημοσιονομικά (dimosionomiká, adverb)
Related terms
[edit]- δημόσια οικονομικά n pl (dimósia oikonomiká)
- δημοσιονομία f (dimosionomía)
References
[edit]- ^ δημοσιονομικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language