δημοσιονομικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from δημοσιονομ(ία) (dimosionom(ía)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði.mo.si.o.no.miˈkos/
  • Hyphenation: δη‧μο‧σι‧ο‧νο‧μι‧κός

Adjective

[edit]

δημοσιονομικός (dimosionomikósm (feminine δημοσιονομική, neuter δημοσιονομικό)

  1. public finance (attributive), budgetary, fiscal

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δημοσιονομικός (dimosionomikós) δημοσιονομική (dimosionomikí) δημοσιονομικό (dimosionomikó) δημοσιονομικοί (dimosionomikoí) δημοσιονομικές (dimosionomikés) δημοσιονομικά (dimosionomiká)
genitive δημοσιονομικού (dimosionomikoú) δημοσιονομικής (dimosionomikís) δημοσιονομικού (dimosionomikoú) δημοσιονομικών (dimosionomikón) δημοσιονομικών (dimosionomikón) δημοσιονομικών (dimosionomikón)
accusative δημοσιονομικό (dimosionomikó) δημοσιονομική (dimosionomikí) δημοσιονομικό (dimosionomikó) δημοσιονομικούς (dimosionomikoús) δημοσιονομικές (dimosionomikés) δημοσιονομικά (dimosionomiká)
vocative δημοσιονομικέ (dimosionomiké) δημοσιονομική (dimosionomikí) δημοσιονομικό (dimosionomikó) δημοσιονομικοί (dimosionomikoí) δημοσιονομικές (dimosionomikés) δημοσιονομικά (dimosionomiká)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ δημοσιονομικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language