Jump to content

τρομακτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from τρομάζω (tromázo) +‎ -τικός (-tikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /tɾo.ma.ktiˈkos/
  • Hyphenation: τρο‧μα‧κτι‧κός

Adjective

[edit]

τρομακτικός (tromaktikósm (feminine τρομακτική, neuter τρομακτικό)

  1. terrifying, fearsome, frightening, scary (causing fear or anxiety)
  2. terrifying, terrible (of a formidable nature; intense; extreme in degree or extent)

Declension

[edit]
Declension of τρομακτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τρομακτικός (tromaktikós) τρομακτική (tromaktikí) τρομακτικό (tromaktikó) τρομακτικοί (tromaktikoí) τρομακτικές (tromaktikés) τρομακτικά (tromaktiká)
genitive τρομακτικού (tromaktikoú) τρομακτικής (tromaktikís) τρομακτικού (tromaktikoú) τρομακτικών (tromaktikón) τρομακτικών (tromaktikón) τρομακτικών (tromaktikón)
accusative τρομακτικό (tromaktikó) τρομακτική (tromaktikí) τρομακτικό (tromaktikó) τρομακτικούς (tromaktikoús) τρομακτικές (tromaktikés) τρομακτικά (tromaktiká)
vocative τρομακτικέ (tromaktiké) τρομακτική (tromaktikí) τρομακτικό (tromaktikó) τρομακτικοί (tromaktikoí) τρομακτικές (tromaktikés) τρομακτικά (tromaktiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τρομακτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τρομακτικός, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ τρομακτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language