αυτοδημιούργητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αυτοδημιούργητος • (aftodimioúrgitos) m (feminine αυτοδημιούργητη, neuter αυτοδημιούργητο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αυτοδημιούργητος (aftodimioúrgitos) | αυτοδημιούργητη (aftodimioúrgiti) | αυτοδημιούργητο (aftodimioúrgito) | αυτοδημιούργητοι (aftodimioúrgitoi) | αυτοδημιούργητες (aftodimioúrgites) | αυτοδημιούργητα (aftodimioúrgita) | |
genitive | αυτοδημιούργητου (aftodimioúrgitou) | αυτοδημιούργητης (aftodimioúrgitis) | αυτοδημιούργητου (aftodimioúrgitou) | αυτοδημιούργητων (aftodimioúrgiton) | αυτοδημιούργητων (aftodimioúrgiton) | αυτοδημιούργητων (aftodimioúrgiton) | |
accusative | αυτοδημιούργητο (aftodimioúrgito) | αυτοδημιούργητη (aftodimioúrgiti) | αυτοδημιούργητο (aftodimioúrgito) | αυτοδημιούργητους (aftodimioúrgitous) | αυτοδημιούργητες (aftodimioúrgites) | αυτοδημιούργητα (aftodimioúrgita) | |
vocative | αυτοδημιούργητε (aftodimioúrgite) | αυτοδημιούργητη (aftodimioúrgiti) | αυτοδημιούργητο (aftodimioúrgito) | αυτοδημιούργητοι (aftodimioúrgitoi) | αυτοδημιούργητες (aftodimioúrgites) | αυτοδημιούργητα (aftodimioúrgita) |
Related terms
[edit]- see: δημιουργός m (dimiourgós, “creator”)
Further reading
[edit]- “αυτοδημιούργητος”, in Platform to search dictionaries of modern and medieval Greek at the Centre for the Greek language