Jump to content

αυτοδημιούργητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αυτοδημιούργητος (aftodimioúrgitosm (feminine αυτοδημιούργητη, neuter αυτοδημιούργητο)

  1. self-made, self-created

Declension

[edit]
Declension of αυτοδημιούργητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυτοδημιούργητος (aftodimioúrgitos) αυτοδημιούργητη (aftodimioúrgiti) αυτοδημιούργητο (aftodimioúrgito) αυτοδημιούργητοι (aftodimioúrgitoi) αυτοδημιούργητες (aftodimioúrgites) αυτοδημιούργητα (aftodimioúrgita)
genitive αυτοδημιούργητου (aftodimioúrgitou) αυτοδημιούργητης (aftodimioúrgitis) αυτοδημιούργητου (aftodimioúrgitou) αυτοδημιούργητων (aftodimioúrgiton) αυτοδημιούργητων (aftodimioúrgiton) αυτοδημιούργητων (aftodimioúrgiton)
accusative αυτοδημιούργητο (aftodimioúrgito) αυτοδημιούργητη (aftodimioúrgiti) αυτοδημιούργητο (aftodimioúrgito) αυτοδημιούργητους (aftodimioúrgitous) αυτοδημιούργητες (aftodimioúrgites) αυτοδημιούργητα (aftodimioúrgita)
vocative αυτοδημιούργητε (aftodimioúrgite) αυτοδημιούργητη (aftodimioúrgiti) αυτοδημιούργητο (aftodimioúrgito) αυτοδημιούργητοι (aftodimioúrgitoi) αυτοδημιούργητες (aftodimioúrgites) αυτοδημιούργητα (aftodimioúrgita)
[edit]

Further reading

[edit]