Jump to content

μεταμόρφωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek μεταμόρφωσις (metamórphōsis).

Noun

[edit]

μεταμόρφωση (metamórfosif

  1. metamorphosis

Declension

[edit]
Declension of μεταμόρφωση
singular plural
nominative μεταμόρφωση (metamórfosi) μεταμορφώσεις (metamorfóseis)
genitive μεταμόρφωσης (metamórfosis) μεταμορφώσεων (metamorfóseon)
accusative μεταμόρφωση (metamórfosi) μεταμορφώσεις (metamorfóseis)
vocative μεταμόρφωση (metamórfosi) μεταμορφώσεις (metamorfóseis)

Older or formal genitive singular: μεταμορφώσεως (metamorfóseos)

[edit]