μεταμορφώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]μεταμορφώνομαι • (metamorfónomai) passive (past μεταμορφώθηκα, ppp μεταμορφωμένος, active μεταμορφώνω)
- passive of μεταμορφώνω (metamorfóno)
- to metamorphose, to transform, to turn [with σε (se, + accusative) ‘into’]
- Ο Δίας μεταμορφώθηκε σε ταύρο. ― O Días metamorfóthike se távro. ― Zeus transformed into a bull.
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
References
[edit]- μεταμορφώνομαι, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language