αφερέγγυος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αφερέγγυος • (aferéngyos) m (feminine αφερέγγυα, neuter αφερέγγυο)
- (business) insolvent [1][2]
- Synonym: αναξιόχρεος (anaxióchreos), also see χρεωκοπημένος (chreokopiménos, “bankrupt”, participle)
- Antonym: φερέγγυος (feréngyos)
- untrustworthy, unreliable [3]
- Synonym: αναξιόπιστος (anaxiópistos)
- Antonyms: φερέγγυος (feréngyos), αξιόπιστος (axiópistos)
Declension
[edit]Declension of αφερέγγυος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αφερέγγυος • | αφερέγγυα • | αφερέγγυο • | αφερέγγυοι • | αφερέγγυες • | αφερέγγυα • |
genitive | αφερέγγυου • | αφερέγγυας • | αφερέγγυου • | αφερέγγυων • | αφερέγγυων • | αφερέγγυων • |
accusative | αφερέγγυο • | αφερέγγυα • | αφερέγγυο • | αφερέγγυους • | αφερέγγυες • | αφερέγγυα • |
vocative | αφερέγγυε • | αφερέγγυα • | αφερέγγυο • | αφερέγγυοι • | αφερέγγυες • | αφερέγγυα • |
Related terms
[edit]- αφερεγγυότητα f (aferengyótita, “insolvency”)
References
[edit]- ^ αφερέγγυος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary, Centre for the Greek language
- ^ αφερέγγυος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ αφερέγγυος - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.