Jump to content

μονοψήφιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from μονο- (mono-) +‎ ψηφίο (psifío) +‎ -ιος (-ios).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /mo.noˈpsi.fi.os/
  • Hyphenation: μο‧νο‧ψή‧φι‧ος

Adjective

[edit]

μονοψήφιος (monopsífiosm (feminine μονοψήφια, neuter μονοψήφιο)

  1. single-digit, one-digit

Declension

[edit]
Declension of μονοψήφιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μονοψήφιος (monopsífios) μονοψήφια (monopsífia) μονοψήφιο (monopsífio) μονοψήφιοι (monopsífioi) μονοψήφιες (monopsífies) μονοψήφια (monopsífia)
genitive μονοψήφιου (monopsífiou) μονοψήφιας (monopsífias) μονοψήφιου (monopsífiou) μονοψήφιων (monopsífion) μονοψήφιων (monopsífion) μονοψήφιων (monopsífion)
accusative μονοψήφιο (monopsífio) μονοψήφια (monopsífia) μονοψήφιο (monopsífio) μονοψήφιους (monopsífious) μονοψήφιες (monopsífies) μονοψήφια (monopsífia)
vocative μονοψήφιε (monopsífie) μονοψήφια (monopsífia) μονοψήφιο (monopsífio) μονοψήφιοι (monopsífioi) μονοψήφιες (monopsífies) μονοψήφια (monopsífia)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ μονοψήφιος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language