Jump to content

αφηγήτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀφηγέομαι (aphēgéomai), from ἀφ- (aph-) + ἡγέομαι (hēgéomai, to lead). First attested 1888.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /afiˈʝitɾia/
  • Hyphenation: α‧φη‧γή‧τρια

Noun

[edit]

αφηγήτρια (afigítriaf (plural αφηγήτριες, masculine αφηγητής)

  1. narrator, storyteller (one providing narrative) (chiefly in media contexts)
    Η αφηγήτρια πρέπει να έχει σταθερή και ζωντανή φωνή.
    I afigítria prépei na échei statherí kai zontaní foní.
    The narrator must have a calm and lively voice.

Declension

[edit]
Declension of αφηγήτρια
singular plural
nominative αφηγήτρια (afigítria) αφηγήτριες (afigítries)
genitive αφηγήτριας (afigítrias) αφηγητριών (afigitrión)
accusative αφηγήτρια (afigítria) αφηγήτριες (afigítries)
vocative αφηγήτρια (afigítria) αφηγήτριες (afigítries)

Synonyms

[edit]
[edit]