αφηγήτρια
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀφηγέομαι (aphēgéomai), from ἀφ- (aph-) + ἡγέομαι (hēgéomai, “to lead”). First attested 1888.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αφηγήτρια • (afigítria) f (plural αφηγήτριες, masculine αφηγητής)
- narrator, storyteller (one providing narrative) (chiefly in media contexts)
- Η αφηγήτρια πρέπει να έχει σταθερή και ζωντανή φωνή.
- I afigítria prépei na échei statherí kai zontaní foní.
- The narrator must have a calm and lively voice.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αφηγήτρια (afigítria) | αφηγήτριες (afigítries) |
genitive | αφηγήτριας (afigítrias) | αφηγητριών (afigitrión) |
accusative | αφηγήτρια (afigítria) | αφηγήτριες (afigítries) |
vocative | αφηγήτρια (afigítria) | αφηγήτριες (afigítries) |
Synonyms
[edit]- διηγούμενη f (diigoúmeni, “relater, narrator”)
Related terms
[edit]- αφήγηση f (afígisi, “narration”)
- αφηγητικός (afigitikós, “narrative”)
- αφηγούμαι (afigoúmai, “to narrate, to recount”)