Jump to content

στερνοπαίδι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

στερνοπαίδι (sternopaídin (plural στερνοπαίδια)

  1. lastborn, youngest (child)
    Synonyms: απογέννι (apogénni), αποζούδι (apozoúdi), αποσπόρι (apospóri), βενιαμίν (veniamín), στερνοπούλι (sternopoúli)
    Antonym: πρωτότοκο (protótoko)

Declension

[edit]
Declension of στερνοπαίδι
singular plural
nominative στερνοπαίδι (sternopaídi) στερνοπαίδια (sternopaídia)
genitive στερνοπαιδιού (sternopaidioú) στερνοπαιδιών (sternopaidión)
accusative στερνοπαίδι (sternopaídi) στερνοπαίδια (sternopaídia)
vocative στερνοπαίδι (sternopaídi) στερνοπαίδια (sternopaídia)

Further reading

[edit]