Jump to content

αποσπόρι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποσπόρι (apospórin (plural αποσπόρια)

  1. (colloquial) lastborn, youngest (child)
    Synonyms: στερνοπαίδι (sternopaídi), απογέννι (apogénni), αποζούδι (apozoúdi), βενιαμίν (veniamín), στερνοπούλι (sternopoúli)
    Antonym: πρωτότοκο (protótoko)

Declension

[edit]
Declension of αποσπόρι
singular plural
nominative αποσπόρι (apospóri) αποσπόρια (apospória)
genitive αποσποριού (aposporioú) αποσποριών (aposporión)
accusative αποσπόρι (apospóri) αποσπόρια (apospória)
vocative αποσπόρι (apospóri) αποσπόρια (apospória)

Further reading

[edit]