Jump to content

αξιόχρεος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξιόχρεος (axióchreosm (feminine αξιόχρεη, neuter αξιόχρεο)

  1. (finance) solvent
    Synonym: φερέγγυος (feréngyos)
  2. reliable, trustworthy
    Synonyms: φερέγγυος (feréngyos), αξιόπιστος (axiópistos)

Declension

[edit]
Declension of αξιόχρεος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιόχρεος (axióchreos) αξιόχρεη (axióchreï) αξιόχρεο (axióchreo) αξιόχρεοι (axióchreoi) αξιόχρεες (axióchrees) αξιόχρεα (axióchrea)
genitive αξιόχρεου (axióchreou) αξιόχρεης (axióchreïs) αξιόχρεου (axióchreou) αξιόχρεων (axióchreon) αξιόχρεων (axióchreon) αξιόχρεων (axióchreon)
accusative αξιόχρεο (axióchreo) αξιόχρεη (axióchreï) αξιόχρεο (axióchreo) αξιόχρεους (axióchreous) αξιόχρεες (axióchrees) αξιόχρεα (axióchrea)
vocative αξιόχρεε (axióchree) αξιόχρεη (axióchreï) αξιόχρεο (axióchreo) αξιόχρεοι (axióchreoi) αξιόχρεες (axióchrees) αξιόχρεα (axióchrea)
[edit]