αξιόχρεος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αξιόχρεος • (axióchreos) m (feminine αξιόχρεη, neuter αξιόχρεο)
- (finance) solvent
- Synonym: φερέγγυος (feréngyos)
- reliable, trustworthy
- Synonyms: φερέγγυος (feréngyos), αξιόπιστος (axiópistos)
Declension
[edit]Declension of αξιόχρεος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιόχρεος • | αξιόχρεη • | αξιόχρεο • | αξιόχρεοι • | αξιόχρεες • | αξιόχρεα • |
genitive | αξιόχρεου • | αξιόχρεης • | αξιόχρεου • | αξιόχρεων • | αξιόχρεων • | αξιόχρεων • |
accusative | αξιόχρεο • | αξιόχρεη • | αξιόχρεο • | αξιόχρεους • | αξιόχρεες • | αξιόχρεα • |
vocative | αξιόχρεε • | αξιόχρεη • | αξιόχρεο • | αξιόχρεοι • | αξιόχρεες • | αξιόχρεα • |
Related terms
[edit]- see: αξιόχρεο n (axióchreo, “solvency, reliability”)