Jump to content

ανεξουσιοδότητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεξουσιοδότητος (anexousiodótitosm (feminine ανεξουσιοδότητη, neuter ανεξουσιοδότητο)

  1. unauthorised, not authorised (UK); unauthorized, not authorized (US)
    Antonym: εξουσιοδοτημένος (exousiodotiménos)
  2. empowered

Declension

[edit]
Declension of ανεξουσιοδότητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεξουσιοδότητος (anexousiodótitos) ανεξουσιοδότητη (anexousiodótiti) ανεξουσιοδότητο (anexousiodótito) ανεξουσιοδότητοι (anexousiodótitoi) ανεξουσιοδότητες (anexousiodótites) ανεξουσιοδότητα (anexousiodótita)
genitive ανεξουσιοδότητου (anexousiodótitou) ανεξουσιοδότητης (anexousiodótitis) ανεξουσιοδότητου (anexousiodótitou) ανεξουσιοδότητων (anexousiodótiton) ανεξουσιοδότητων (anexousiodótiton) ανεξουσιοδότητων (anexousiodótiton)
accusative ανεξουσιοδότητο (anexousiodótito) ανεξουσιοδότητη (anexousiodótiti) ανεξουσιοδότητο (anexousiodótito) ανεξουσιοδότητους (anexousiodótitous) ανεξουσιοδότητες (anexousiodótites) ανεξουσιοδότητα (anexousiodótita)
vocative ανεξουσιοδότητε (anexousiodótite) ανεξουσιοδότητη (anexousiodótiti) ανεξουσιοδότητο (anexousiodótito) ανεξουσιοδότητοι (anexousiodótitoi) ανεξουσιοδότητες (anexousiodótites) ανεξουσιοδότητα (anexousiodótita)
[edit]